- ἰθυμαχίῃ
- ἰθυμαχίαfairfem dat sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιθυμαχία — ἰθυμαχία και ἰθυμαχίη, ἡ (Α) [ιθυμαχώ] 1. δίκαιη, τίμια μάχη 2. μάχη σε ανοιχτό πεδίο … Dictionary of Greek